- συνίημι
- ΜΑ, και αττ. τ. ξυνίημι Α [ἵημι]1. εννοώ, αντιλαμβάνομαι (α. «ὁ δὲ παράνομος Ἰούδας οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι», Όρθρ. Μεγ. Παρασκ.β. «πρὸς τὸ συνιέναι ἡμᾱς τὸν Ἰησούν», Ειρην.γ. «οὔπω ξυνῆκα», Αισχύλ.δ. «εὖ λέγοντος οἷ νῡν δὴ ἐμνήσθημεν τοῡ Δελφικοῡ γράμματος οὐ ξυνίεμεν», Πλάτ.)2. συλλαμβάνω αμυδρά με τον νου («συνιέντα μὴ δ' ἀκριβοῡντα», Ωριγ.)αρχ.1. στέλνω μαζί («τίς τ' ἄρ' σφῶε.. ἔριδι ξυνέηκε μάχεσθαι», Ομ. Ιλ.)2. ακούω («ξυνέηκε θεᾱς ὄπα φωνησάσης», Ομ. Ιλ.)3. καταλαβαίνω ή παρατηρῶ κάτι («πολλά με καὶ συνιέντα παρέρχεται», Θέογν.)4. (το μεσ.) συνίεμαι- συνομολογώ συμφωνία, έρχομαι σε συμφωνία με κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.